- εὐαρμόστῳ
- εὐάρμοστοςwell-joinedmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευαρμοστώ — (ΑΜ εὐαρμοστῶ, έω) [ευάρμοστος] προσαρμόζομαι καλά, ταιριάζω, είμαι καλά προσαρμοσμένος αρχ. 1. είμαι καλά αρμονισμένος ή συντεθειμένος 2. έχω την έκταση που αρμόζει 3. συμφωνώ σε κάτι με κάποιον, συμβιβάζομαι … Dictionary of Greek